Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σκοπευτήριο

См. также в других словарях:

  • σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… …   Dictionary of Greek

  • σκοπευτήριο — το χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος όπου ασκούνται στη σκόπευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Schießstand von Kesariani — Der Schießstand von Kesariani (griechisch σκοπευτήριο της Καισαριανής, Skopeftirio tis Kesarianis) diente der deutschen Besatzungsmacht in Griechenland als Hinrichtungsstätte für 600 Erschießungen. In den 1980er Jahren wurde er… …   Deutsch Wikipedia

  • Κωνσταντοπούλου, Ηρώ — (Αθήνα 1927 – 1944). Αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941 44), όταν ακόμη ήταν μαθήτρια γυμνασίου, εντάχθηκε στις τάξεις της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΠΟΝ και ανέπτυξε έντονη δράση, για την οποία και συνελήφθη από… …   Dictionary of Greek

  • σκοποβολείο — το σκοπευτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»